WHEN LIFE MEETS MUSIC
Rene Nikolaou Είναι Χριστούγεννα και κάτω από το δέντρο υπάρχει ένα δώρο για τον μικρό Λεωνίδα. Οι γονείς του, του αγόρασαν ένα μικρό βιολί, μα ποιος θα μπορούσε να φανταστεί, πιθανότατα ούτε και οι ίδιοι, πόσο μακριά θα τον πήγαινε αυτό το δώρο και τι δρόμοι θα ανοίγονταν στη ζωή του…Μια λαμπρή καριέρα ξεκινούσε και το όνομα του χαρισματικού, βιρτουόζου του βιολιού, έμελλε να συνδεθεί για πάντα με το όργανο αυτό. Σε όλο τον κόσμο, όταν μιλούν για το βιολί, συνειρμικά αναφέρονται στον Λεωνίδα Καβάκο. Και αυτό είναι κάτι που μας κάνει ιδιαίτερα περήφανους. Aποχαιρετώντας το 2014, στη συνέχεια του αφιερώματος «Μεγάλοι Ερμηνευτές της κλασικής μουσικής» έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε τον ανακηρυγμένο ως “ARTIST OF THE YEAR AT THE 2014 GRAMOPHONE AWARDS”, βιολονίστα και μαέστρο Λεωνίδα Καβάκο. Οι μεγάλοι της κλασικής μουσικής: Λεωνίδας Καβάκος. Το βραβείο του «καλλιτέχνη της χρονιάς» απένειμε το περιοδικό Gramophone στον διεθνούς φήμης Έλληνα βιολονίστα στη St.John’s Square στο Λονδίνο, στις 17 Σεπτεμβρίου. Η ψηφοφορία έγινε ηλεκτρονικά με τη συμμετοχή του κοινού και αυτό καθιστά τo «Όσκαρ της μουσικής», όπως συνηθίζουν να το αποκαλούν πολλοί, ένα βραβείο με ιδιαίτερη βαρύτητα αφού κριτές, στην προκειμένη περίπτωση, είναι το κοινό που με την ψήφο του αναδεινύει τον αγαπημένο του καλλιτέχνη. Δεν είναι η πρώτη φορά, όμως, που ο κ. Καβάκος διακρίνεται στον συγκεκριμένο θεσμό. Το 1991 βραβεύεται με το Gramophone Concerto of the Year Award για την παγκοσμίως πρώτη ηχογράφηση του κοντσέρτου για βιολί του Sibelius, ενός έργου ιδιαίτερα απαιτητικού που ο ίδιος ο συνθέτης είχε αναγκαστεί να ξαναγράψει λόγω των τεχνικών δυσκολιών που παρουσίαζε. Η οικογένεια του Φινλανδού συνθέτη εμπιστεύτηκε στον Λεωνίδα Καβάκο την αρχική παρτιτούρα του έργου ο οποίος ερμήνευσε με μεγάλη επιτυχία το δύσκολο κοντσέρτο και στις δύο μορφές του, την αρχική και τη μεταγενέστερη. Παρ’ όλα αυτά ο ίδιος παραδέχεται πως η πρώτη του αγάπη υπήρξε η διεύθυνση ορχήστρας. «Όταν ήμουν παιδί, η αγαπημένη μου ασχολία στο σπίτι ήταν να βάζω ένα οποιοδήποτε βιβλίο, όχι απαραίτητα μουσικής, πάνω στο αναλόγιο και να διευθύνω». Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα απ’ την αρχή… Ο Λεωνίδας Καβάκος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967. Ξεκίνησε μαθήματα βιολιού με δάσκαλο στα πρώτα του βήματα τον πατέρα του, εκλεκτό μουσικό της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, Κων/νο Καβάκο. Αργότερα, συνέχισε τις σπουδές του στο Ελληνικό Ωδείο με τον Στέλιο Καφαντάρη, αποφοιτώντας με Α’ βραβείο και χρυσό Μετάλλιο (απονεμόμενο για πρώτη φορά στην Ιστορία του Ωδείου). Στη συνέχεια έφυγε για ανώτερες σπουδές στην Αμερική, στο Πανεπιστήμιο Ιντιάνα Πλούμιγκτον με υποτροφία από το Ίδρυμα Αλ. Ωνάσης, όπου μαθήτευσε κοντά στον διακεκριμένο Τζόζεφ Γκίνγκολντ. Το 1984, προτού ακόμα τελειώσει τις σπουδές του, εμφανίστηκε στο Ηρώδειο και στο Φεστιβάλ Μidem των Καννών, όπου οι κριτικοί τον αποκάλεσαν «Μεγάλο Άρχοντα του βιολιού». Το 1985, κερδίζει το Α’ βραβείο και χρυσό Μετάλλιο στο Φεστιβάλ «Sibelius» του Ελσίνκι. Έχει συμπράξει ως σολίστ με τις σπουδαιότερες Ορχήστρες του Κόσμου, τις Συμφωνικές Ορχήστρες του Σικάγου, της Βαλτιμόρης, του Σαιντ Λιούις, της Ινδιανάπολης και της Σάντα Μπάρμπαρα, του Σιάτλ, την Εθνική Ορχήστρας της Ουάσιγκτον, την «Αμέρικαν» της Ν.Υόρκης, τη Συμφωνική Ορχήστρα του Βερολίνου, τις Φιλαρμονικές: της Στουτγάρδης, του Λονδίνου, της Μόσχας, του Ελσίνκι, της Σκωτίας, την «Ηalle'» του Λονδίνου και πολλές άλλες. Ενώ ανάμεσα στις ορχήστρες που έχει διευθύνει συγκαταλέγονται η Φιλαρμονική του Ρόττερνταμ, οι Συμφωνικές Ορχήστρες της Βιέννης και του Βερολίνου, η Ορχήστρα της Ακαδημίας της Αγ. Καικιλίας της Ρώμης, η Ορχήστρα του Φεστιβάλ της Βουδαπέστης, η Ορχήστρα Δωματίου της Ευρώπης, η Φιλαρμονική της Στοκχόλμης, οι Συμφωνικές του Γκέτεμποργκ και της Φινλανδικής Ραδιοφωνίας. Στις ΗΠΑ έχει διευθύνει τις Συμφωνικές Ορχήστρες της Βοστόνης, της Ατλάντας και του Σαιν Λούις και στο πρόγραμμά του βρίσκονται, για πρώτη φορά ,η Russian State Symphony και η ορχήστρα Maggio Musicale Fiorentino. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και διακρίσεις, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, όπως: το Α’ Βραβείο «Σιμπέλιους», τα 3 πρώτα Ειδικά βραβεία (για έργα Μπαχ, Υζαΰ και Παγκανίνι) στον διεθνή Διαγωνισμό «Indianapolis» (1986), το A’ βραβείο και χρυσό Μετάλλιο στο διαγωνισμό «Walter Naumburg» (στο Carnegie Hall της Ν. Υόρκης), το A’ βραβείο και χρυσό Μετάλλιο στον Διαγωνισμό «Παγκανίνι» (1988), το βραβείο Leonardo da Vinci, και το βραβείο «Σπύρου Μοτσενίγου» της Ακαδημίας Αθηνών. Ο Λεωνίδας Καβάκος απολαμβάνει τον απόλυτο σεβασμό και συνάμα θαυμασμό από όλους τους καταξιωμένους συναδέλφους του αλλά και κριτικούς. Ο πρόεδρος της κριτικής Επιτροπής του διαγωνισμού Παγκανίνι, διάσημος μαέστρος Ferari δήλωνε προς τους ανταποκριτές των ευρωπ. εφημερίδων: «Ο Καβάκος είναι για το βιολί ό,τι πιο ψηλό μπορεί να αγγίξει η ανθρώπινη φαντασία». Ο Norman Lebrecht, ένας από τους εγκυρότερους κριτικούς, έγραψε: «Το παίξιμο του Καβάκου μοιάζει ζυγισμένο σ’ έναν γκρεμό-κοντά στο ακατόρθωτο». Αλλά και ο μοναδικός Μ.Ροστροπόβιτς, όταν συνεργάστηκε με τον Καβάκο, δήλωσε: «από ότι γνωρίζω, ο Καβάκος είναι ο σπουδαιότερος νέος μουσικός του Κόσμου…». Ο Λ. Καβάκος έχει συνεργαστεί με τους σημαντικότερους μουσικούς της παγκόσμιας σκηνής, όπως ο σερ Γεχούντι Μενουχίν, Έζα-Πέκα Σαλόμεν, Μαξίμ Σοστακόβιτς, Γιούρι Σιμόνοφ, Ράμαντ Λέπαρντ, κ.ά. Το 1988 ίδρυσε Τρίο με τον τσελίστα Martti Rousi και τον πιανίστα Peter Nagy όπου έδωσαν συναυλίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ο Λεωνίδας Καβάκος έχει ηχογραφήσει πολλούς δίσκους με τη BIS, την ECM, και τη Sony Classical. Τα τελευταία χρόνια ηχογραφεί κατά αποκλειστικότητα για την εταιρεία Decca Classics, με την οποία έχει κυκλοφορήσει όλες τις Σονάτες για βιολί του Μπετόβεν, σε σύμπραξη με τον Ενρίκο Πάτσε, το Κοντσέρτο για βιολί του Μπραμς με την Ορχήστρα Γκεβάντχαους της Λειψίας και τον Ρικάρντο Σαγύ και πρόσφατα τις Σονάτες του Μπραμς με την πιανίστα Γιούτζα Ουάνγκ με την οποία κάνει περιοδεία σε όλο τον κόσμο. Παρά την επιτυχημένη καριέρα του, παραμένει απλός και του αρέσει να λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Η αναζήτηση της αλήθειας και η προσέγγιση της ουσίας των πραγμάτων είναι, για αυτόν, τρόπος ζωής. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση που έχει κάνει για τη μουσική των μεγάλων και διαχρονικών συνθετών που ερμηνεύει: «Κανείς δεν θα κουραστεί από τον Μπραμς, τον Μπετόβεν, τον Μότσαρτ και τον Χάιντν. Αυτό δεν είναι επειδή η μουσική τους ακούγεται καλά, να είστε σίγουροι. Είναι επειδή υπάρχει κάτι στη δομή των έργων που αγγίζει το κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης». Αναφερόμενος στην ιερότητα της αίθουσας συναυλιών αναφέρει: «Έχουμε εκκλησίες, αλλά το πρόβλημα είναι ότι η εκκλησία είναι μια κοινωνία ανθρώπων της ίδιας θρησκείας. Στην αίθουσα συναυλιών, κανείς δεν ρωτάει για τη θρησκεία μας. Είναι ένα μέρος όπου μπορούμε να δοκιμάσουμε κάτι μαζί, σε πλήρη ελευθερία του νου και σε σιωπή. Αυτή η σιωπή μπορεί να είναι το απόλυτο σημείο επικοινωνίας. Είμαι σίγουρος ότι όλοι έχουν βιώσει την εμπειρία όπου κοιτάς κάποιον στα μάτια και κάτι τρελό συμβαίνει χωρίς να ειπωθεί τίποτα. Η σιωπή υπάρχει εκεί όπου γεννιούνται τα πάντα.» Ρενέ Νικολάου Artic.gr 25/01/2015 Πηγές Μουσιπαιδεία Financial Time
1 Comment
Rene Nikolaou H Ελέν Γκριμό ανήκει σε μια γενιά νέων και χαρισματικών μουσικών, που προσπαθούν να κατεβάσουν την κλασική μουσική από το απρόσιτο βάθρο της. Έχει μια ασυνήθιστη καριέρα υψηλών ταχυτήτων, με εκκεντρικές επιλογές, αμφισβήτηση για την καθιερωμένη μουσική εκπαίδευση και περιφρόνηση προς τα στερεότυπα. Ζει και εργάζεται ως πολίτης του κόσμου και μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στην Αμερική και την Ευρώπη και τα ενδιαφέροντά της ανάμεσα στη μουσική και την προστασία των λύκων. Δεν είναι απλώς μια βαθιά παθιασμένη και αφοσιωμένη μουσικός της οποίας τα πιανιστικά επιτεύγματα διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη ζωή της. Είναι μια γυναίκα με πολλαπλά ταλέντα και ενδιαφέροντα που εκτείνονται πολύ πέρα από την σχεδόν ποιητική της ερμηνεία στο πιάνο και την απαράμιλλη τεχνική της. Η Γαλλίδα καλλιτέχνης έχει καθιερωθεί ως μια αφοσιωμένη υποστηρήκτρια της άγριας ζωής, ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα και συγγραφέας. Η Γκριμό γεννήθηκε το 1969 στο Aix-en-Provence στη Γαλλία, όπου ξεκίνησε τις σπουδές της στο πιάνο με καθηγήτρια την Jacqueline Courtin και στη συνέχεια με τον Pierre Barbizet στη Μασσαλία. Έγινε δεκτή στο Ωδείο του Παρισιού σε ηλικία μόλις 13 ετών και κέρδισε το πρώτο βραβείο στο πιάνο μόλις τρία χρόνια αργότερα. Συνέχισε τις σπουδές της με τον György Sándor και τον Leon FΙeisher έως ότου, το 1987, έκανε το πιανιστικό ντεμπούτο της στο Τόκιο. Το ίδιο έτος ο διάσημος μαέστρος Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ την προσκάλεσε να συμπράξει με την Ορχήστρα του Παρισιού. Αυτό σηματοδότησε την έναρξη της μουσικής της καριέρας που απαρτίζεται από συναυλίες με τις σημαντικότερες ορχήστρες του κόσμου αλλά και τους διασημότερους μαέστρους. Οι ηχογραφήσεις της έχουν δεχτεί διθυραμβικές κριτικές και της έχουν απονεμηθεί πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων και το Cannes Classical, Choc du Monde de la Musique, Diapason d'or, Grand Prix du Disque, Βραβείο Ακαδημίας Δισκογραφίας (Τόκιο), Midem Classic Award και το Echo Award. Από το ντεμπούτο της το 1995 με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου υπό τον Claudio Abbado και την πρώτη της εμφάνιση με τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης υπό τον Kurt Masur το 1999 - δύο ρεσιτάλ ορόσημο - η Γκριμό έκανε ένα εντελώς διαφορετικό ντεμπούτο: ίδρυσε το Wolf Conservation Center. Η αγάπη της για το απειλούμενο είδος πυροδοτήθηκε από μια τυχαία συνάντηση με έναν λύκο στο βόρειο τμήμα της Φλόριντα, η οποία την οδήγησε στην απόφαση να ανοίξει ένα Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης με σκοπό να τεθούν τα ζώα σε άμεση προστασία και να είναι σε θέση να επιστρέφουν πίσω εκεί όπου ανήκουν. Αλλά η εμπλοκή της Γκριμό δεν σταματά εκεί: είναι επίσης μέλος της οργάνωσης «Μουσικοί για τα ανθρώπινα δικαιώματα», ένα παγκόσμιο δίκτυο μουσικών και ατόμων που εργάζονται στον τομέα της μουσικής για την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της κοινωνικής αλλαγής. Για τους περισσότερους ανθρώπους, η ίδρυση και λειτουργία μιας περιβαλλοντικής οργάνωσης ή η ακμάζουσα καριέρα ως μουσικός θα τους ήταν αρκετό. Όμως, παραδόξως, η Hélène Grimaud βρήκε το χρόνο να συνεχίσει το γράψιμο. Το πρώτο της βιβλίο, Variations Sauvages, δημοσιεύθηκε στα γαλλικά το 2003 και στη συνέχεια μεταφράστηκε στα αγγλικά, ιαπωνικά, ολλανδικά και γερμανικά. Το δεύτερο βιβλίο της, Leçons particulières, το οποίο είναι εν μέρει μυθιστόρημα και εν μέρει η αυτοβιογραφία της, ακολούθησε το 2005. Πιο πρόσφατα δημοσίευσε το Retour à Salem, επίσης, ένα ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, το οποίο κυκλοφόρησε στα γαλλικά τον Οκτώβριο του 2013. Παρ’ όλα αυτά, η Γκριμό εξακολουθεί να αγγίζει τα πιο βαθιά συναισθήματα του κοινού μέσα από προσεγμένες και εκφραστικές ερμηνείες. Ευτυχώς, λόγω της εκτεταμένης περιοδείας της σε όλο τον κόσμο, το κοινό της έχει τη δυνατότητα να την απολαύσει στις συναυλίες της. Κατά τη διάρκεια αυτής της σεζόν θα εκτελέσει το νέο της πρόγραμμα εμπνευσμένο από το «νερό» στις ΗΠΑ, την Ελβετία, τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία. Στις 14 Δεκεμβρίου θα κάνει το ντεμπούτο της στο Οπλοστάσιο της Park Avenue και το πρόγραμμά της θα λειτουργείσει ως μέρος ενός μεγαλύτερου προγράμματος που δημιουργήθηκε από τον καλλιτέχνη Douglas Gordon- Τears become…Streams become...- όπου η Hélène Grimaud και o Gordon θα ξαναβρεθούν αργότερα στο Διεθνές Φεστιβάλ του Μάντσεστερ. Τα σχέδιά της περιλαμβάνουν την επιστροφή της στην Φιλαρμονική του Βερολίνου με τον Βαλερί Γκεργκίεφ, την Εθνική Ορχήστρα της Λυών με τον Leonard Slatkin και τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ρότερνταμ με τονYannick Nézet-Seguin. Τον Σεπτέμβριο του 2013, η Deutsche Grammophon, της οποίας η Γκριμό είναι αποκλειστική καλλιτέχνης, κυκλοφόρησε το άλμπουμ της από τα δύο κοντσέρτα για πιάνο του Μπραμς, το πρώτο κοντσέρτο με τον Andris Nelsons και την Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Βαυαρίας και το δεύτερο με την Φιλαρμονική της Βιέννης. Η Γκριμό είναι επίσης μία ένθερμη και αφοσιωμένη μουσικός δωματίου που συμμετέχει συχνά στα εγκυρότερα μουσικά φεστιβάλ με ένα ευρύ φάσμα συνεργατών ανάμεσα στους οποίους οι Sol Gabetta, Τόμας Quasthoff, Rolando Villazón, Ιαν Vogler, Truls Mørk, Clemens Hagen και οι αδελφοί Capuçon. Το άλμπουμ της Duo σε συνεργασία με την τσελίστα Sol Gabetta, κέρδισε το 2013 το βραβείο ECHO για το “Chamber Recording of the Year”. Προηγούμενες κυκλοφορίες της περιλαμβάνουν έργα των Μότσαρτ, Bach Beethoven, Chopin, Rachmaninov, Bartok, Gershwin, Ravel κα. H Hélène Grimaud είναι αναμφίβολα μια πολύπλευρη καλλιτέχνης. Η βαθιά αφοσίωσή της στην μουσική της καριέρα, τόσο σε συναυλίες όσο και σε ηχογραφήσεις, αντικατοπτρίζεται και αμοιβαία ενισχύεται από την έκταση και το βάθος των περιβαλλοντικών και λογοτεχνικών της αναζητήσεων. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τον τρόπο που σχολίασε η ίδια το θέμα της φετινής της περιοδίας: Water, «Η Φύση είναι η απόλυτη μούσα και μια άσβεστη πηγή έμπνευσης, καθώς και μια γέφυρα προς τον πνευματικό κόσμο.» Πηγή: http://helenegrimaud.com/ Rene Nikolaou «Το σινεμά αλλάζει. Είναι πάντα νέο. Είναι σε κίνηση. Σε όλο τον κόσμο». Με αυτό το μότο μας συστήθηκε φέτος το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νάουσας (NIFF) που μετά από 11 χρόνια έχει κατορθώσει να είναι το σημαντικότερο Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Μία γιορτή του κινηματογράφου και όχι μόνο. Εκτός από τις 220 απολαυστικές ταινίες που φιλοξενήθηκαν από 50 χώρες, το πλούσιο πρόγραμμα του φεστιβάλ περιελάμβανε παράλληλες εκδηλώσεις με προβολές των Best of των προηγούμενων φεστιβάλ, εκπαιδευτικό και ψυχαγωγικό πρόγραμμα για παιδιά και νέους με θεατρικές παραστάσεις και ονειρικά μουσικά ταξίδια, έκθεση φωτογραφίας και γραφιστικής τέχνης, σεμινάρια, 3D ταινία, δράσεις κοινωνικής και περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης, συναυλίες με μεγάλα ονόματα της ελληνικής μουσικής σκηνής (VEGAS, Los Mujeros, The Balguns, Breaking Band), διημερίδα για το Παιδί και τον Κινηματογράφο, διαγωνισμούς και πολλές εκπλήξεις για το κοινό. Το Φεστιβάλ διοργανώνεται με τη στήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας – Περιφερειακή Ενότητα Ημαθίας. Επιπρόσθετα, η διοργάνωση υλοποιείται με τη συνεργασία του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, του Εργαστηρίου Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και του Δήμου Νάουσας. Επενδύοντας στο αύριο του σινεμά – στον ψηφιακό κινηματογράφο – το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Νάουσας βρίσκεται στην πρώτη σειρά των εξελίξεων της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Η υιοθέτηση της ψηφιακής τεχνολογίας αποτελεί μια ξεκάθαρη στρατηγική επιλογή. Μια επιλογή που το φέρνει στην πρώτη σειρά των εξελίξεων στη νέα ψηφιακή εποχή του κινηματογράφου και συμβάλλει στη διαμόρφωση του διακριτού του χαρακτήρα. Πλέον, το Φεστιβάλ της Νάουσας είναι το μοναδικό φεστιβάλ στην Ελλάδα και ένα από τα ελάχιστα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη που διαθέτει ιδιόκτητες υπερσύγχρονες υποδομές ψηφιακού κινηματογράφου με δυνατότητα στερεοσκοπικών προβολών (3D), αξιοποιώντας τις επιχορηγήσεις που λαμβάνει επενδύοντας στην καινοτομία και προετοιμάζοντας το αύριο.. Μέσω των τεχνολογικών καινοτομιών και της διάθεσης των ανθρώπων του αγκαλιάζει όλους τους δημιουργούς, τους παρέχει βήμα, τους ενισχύει, επιδεικνύοντας ξεχωριστό ενδιαφέρον για τον δημιουργό και το έργο του. Επιπρόσθετα, το Φεστιβάλ καθίσταται πόλος περιφερειακής ανάπτυξης με την υλοποίηση ενός νέου αναπτυξιακού σχεδιασμού συνυφασμένου με δράσεις πολιτιστικού, εκπαιδευτικού, συνεδριακού και τουριστικού χαρακτήρα που έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη και τόνωση της τοπικής κοινωνίας και την αναγέννηση της περιφέρειας. Ταυτόχρονα, παρουσιάζοντας μικρού μήκους ταινίες νέων δημιουργών από όλο τον κόσμο, το Φεστιβάλ φιλοξενεί στις οθόνες του το αύριο του σινεμά. Την τελετή έναρξης χαιρέτησαν ο Δήμαρχος της Νάουσας και πυλώνας θεμελίωσης και ανάπτυξης του Φεστιβάλ όλα αυτά τα χρόνια Νίκος Κουτσογιάννης και η Πρόεδρος του Φεστιβάλ Αννα Γκαρνέτα. Ο δήμαρχος και η πρόεδρος μετέδωσαν για ακόμα μια χρονιά στον κόσμο την ενέργεια για δημιουργία με γνώμονα τον πολιτισμό και την πόλη, τονίζοντας πως το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Νάουσας αποτελεί στη σημερινή κρίσιμη συγκυρία για την πατρίδα μας μια νότα αισιοδοξίας για την αντιμετώπιση της κρίσης από τη νέα γενιά. Για μια νέα γενιά που δεν συμβιβάζεται, οραματίζεται, ελπίζει, σχεδιάζει ένα αύριο πιο φωτεινό, πιο ανθρώπινο, με ευημερία για όλους. Παράλληλα στον εξωτερικό κεντρικό εκθεσιακό χώρο του Φεστιβάλ παρουσιαζόταν η έκθεση “Crisis is a greek word”. Μια παγκόσμια πρωτοβουλία των Ελλήνων σχεδιαστών, να αφηγηθούν την κατάσταση στην Ελλάδα της κρίσης. Καθώς και η έκθεση "2nd Green Project Moving Photo Exhibition: Greek New Talent" μία έκθεση περιβαλλοντικής φωτογραφίας στο πλαίσιο του “2014 Green Project στη Ν. Αμερική που έχει τεθεί υπό την αιγίδα της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής για την UNESCO, του Υπουργείου Ενέργειας, Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής, της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας και του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας. Για πρώτη φορά φέτος το NIFF, στα πλαίσια του προγράμματος «Το NIFF πάει σχολείο» και σε συνεργασία με το γραφείο Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ημαθίας, παρουσίασε τις δύο πρώτες ταινίες παραγωγής του φεστιβάλ με τους κινηματογραφιστές του μέλλοντος. Συγκεκριμένα το 9ο Δημοτικό σχολείο Νάουσας συμμετείχε με την ταινία «Μαθήματα παράδοσης» και το Ε2 του 1 ου Δημοτικού σχολείου Αλεξάνδρειας Ημαθίας, υπό την επίβλεψη της δασκάλας τους Βασιλικής Μηρτσέκη, συμμετείχε με την ταινία «Η επόμενη μέρα». Το σενάριο της ταινίας έχουν γράψει οι ίδιοι οι μαθητές οι οποίοι και πρωταγωνιστούν σε αυτήν, η σκηνοθεσία είναι του υπεύθυνου του φεστιβάλ Γιάννη Λιόλιου και η υπεύθυνη παραγωγής της ταινίας είναι η πρόεδρος του φεστιβάλ Άννα Γκαρνέτα. Μια ευαίσθητη ταινία με θέμα τις δυσκολίες που βιώνουν στην καθημερινότητά τους τα άτομα με ειδικές ανάγκες, και που έχει ως σκοπό την ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού πάνω στο θέμα αυτό . Αξιοσημείωτα ήταν και τα master classes που παρέδωσαν ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης, ο οποίος ήταν πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του φεστιβάλ και η συνθέτης Jan Broberg Carter μέλος της επιτροπής. Η dr. Carter μας ταξίδεψε σε ένα ταξίδι συναισθημάτων και εμπειριών κάνοντας μας να κλάψουμε και να γελάσουμε! Απολαυστική για τους σινεφίλ ήταν η ειδική προβολή Best of NIFF under the stars! Η προβολή δηλαδή των καλύτερων ταινιών των προηγούμενων φεστιβάλ στην οροφή του πολυχώρου Βέτλανς. Επίσης το NIFF συνεχίζοντας την πολυεπίπεδη συνεργασία του με το Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη πραγματοποίησε την προβολή της ταινίας «Τρωάδες» (βασισμένο στο έργο του Ευριπίδη) του Μιχάλη Κακογιάννη και μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Νάουσας αποτελεί μια μοναδική εκδήλωση. Μια εκδήλωση πρωτοποριακή, καινοτόμο, νεανική, δυναμική και ποιοτική. Η ζωντάνια, η ποικιλία, η πρωτοτυπία και ο επαγγελματισμός που διακρίνουν κάθε επιμέρους κομμάτι του Φεστιβάλ το έχουν καθιερώσει στη συνείδηση δημιουργών και κοινού ως μια πραγματική γιορτή του πολιτισμού. Μια γιορτή όπου άνθρωποι από όλο τον κόσμο, παρακολούθησαν ταινίες υψηλής ποιότητας, εκδηλώσεις μοναδικού ενδιαφέροντος, μαζί με σημαίνοντα πρόσωπα του καλλιτεχνικού χώρου και ένα μεγάλο χαμόγελο, αυτών των εθελοντών. Όλα αυτά μαζί συνέθεσαν ένα εντυπωσιακό μωσαϊκό χρωμάτων, εικόνων, ήχων, πολιτισμού, χαράς και δημιουργίας. Πηγή: Artic.gr Kινηματογράφος/Αφιερώματα Ρενέ Νικολάου Βραβευμένος συνθέτης, ενορχηστρωτής, διευθυντής ορχήστρας και δάσκαλος. Παράλληλα έχει γράψει τραγούδια που έχουν διακριθεί σε διεθνή Φεστιβάλ, έχει διευθύνει μιούζικαλ και έχει συνθέσει μουσική για παιδικές παραστάσεις. Όλα αυτά συνθέτουν μία προσωπικότητα μοναδική και ιδιαίτερη.
Ο Μιχάλης Αρχοντίδης μας μιλάει για τη ζωή και το έργο του και μας διηγείται κομμάτια της δικής του ιστορίας από εποχές που φαντάζουν μακρινές αλλά συνάμα ηχούν τόσο κοντά μας. Ο Μιχάλης Αρχοντίδης έχει διατελέσει διευθυντής και ενορχηστρωτής της Ορχήστρας Ποικίλης Μουσικής της Ε.Ρ.Τ. (1971), έχει βραβευτεί από τη «Στέγη καλών τεχνών και γραμμάτων» και το Υπουργείο Πολιτισμού, για το κουαρτέτο εγχόρδων «Άρχω» (1987) και έργα του έχουν παιχτεί σε Α΄ εκτέλεση από τους σολίστ της Κρατικής Ορχήστρας στο τρίτο πρόγραμμα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, παραγγελία Ο.Μ.Μ.Α. και στο εξωτερικό. Είναι μέλος της «Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών», του «Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου», της «Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων – Συνθετών» και της «Καλλιτεχνικής Εστίας Συνθετών». Παράλληλα έχει σημειώσει επιτυχίες στο ελαφρό τραγούδι και έχει λάβει μέρος στα φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, Κέρκυρας και Μάλτας (με Α΄ Βραβείο σύνθεσης το 1976). Η δισκογραφική του εργασία ανέρχεται σε 20 δίσκους L.P, ενώ έχει γράψει μουσική για τηλεοπτικά και κινηματογραφικά έργα και επιθεωρήσεις. Ιδιαίτερη υπήρξε η προσφορά του στο παιδικό θέατρο γράφοντας μουσική για τις παραστάσεις στο θέατρο «Ακάδημος» για περισσότερα από 25 χρόνια. Σαν δάσκαλος έχει συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ωδεία της Αθήνας και σε πολλά από αυτά υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής. Στο Artic.gr μας εμπιστεύεται τις σκέψεις του και μας μιλάει για την εμπειρία που έχει αποκομίσει όλα αυτά τα χρόνια. - Κύριε Αρχοντίδη, έχετε καταγωγή από την Κερασούντα του Πόντου αλλά γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στην Πάτρα. Τι ρόλο έπαιξε το στενό σας περιβάλλον στην ενασχόλησή σας με τη μουσική και σε ποια ηλικία καταλάβατε ότι η ιδιότητα του μουσικού θα σας συντρόφευε σε όλη σας τι ζωή; - Ο πατέρας μου ήταν αυτός που έφερε το πιάνο στο σπίτι. Ήταν ένα πιάνο με ουρά. Αν και δεν ήταν μουσικός του άρεσε να ψάχνει με το αυτί σκοπούς στο πιάνο. Το σπίτι μας στην Πάτρα ήταν πολύ μικρό, να φανταστείς ότι κοιμόμασταν 7 άτομα σε δύο δωμάτια δύο επί τρία και στο ένα από αυτά βάλαμε το πιάνο. Όπως καταλαβαίνεις, κάποιοι, αναγκαστικά κοιμόντουσαν κάτω από αυτό και άλλοι πάνω σ´ αυτό! Μερικές φορές ο μεγάλος μου αδελφός μελετούσε και εμείς προσπαθούσαμε να κοιμηθούμε. Αυτός ήταν και το πρότυπό μου όσο αφορά τη μουσική και έτσι ξεκίνησα να μελετάω και εγώ στα κρυφά. Ο πατέρας μου πρώτη φορά με άκουσε σε μία συναυλία που έπαιξα ως μαθητής του ωδείου στην αίθουσα «Παρνασσός». Το 1957 ξεκίνησα τα μαθήματα πιάνου σε ηλικία 15 χρονών και επειδή υπήρχε οικονομική στενότητα, δούλευα σε ένα εμπορικό κατάστημα προκειμένου να πληρώνω το ωδείο. Μελετούσα 10-12 ώρες την ημέρα και έτσι το 1961 έδωσα προκριματικές για πτυχίο. Στη συνέχεια, όταν ήρθα στην Αθήνα, το 1965, παράλληλα με το ωδείο, δούλευα σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης και το 1966, με προτροπή του Γιώργου Οικονομίδη, ο οποίος παρουσίαζε την ραδιοφωνική εκπομπή «Χαρούμενα ταλέντα», αντικαθιστούσα πολλές φορές τον Μίμη Πλέσσα όταν αυτός έλειπε. Οφείλω πολλά στον Οικονομίδη γιατί ήταν ο άνθρωπος που με βοήθησε να μπω σε αυτόν το χώρο. - Είστε καταξιωμένος συνθέτης στο χώρο της σύγχρονης λόγιας μουσικής, έχετε βραβευτεί από τη Μελίνα Μερκούρη, υπουργό πολιτισμού τότε, για το έργο σας «Άρχω» (1987) και έργα σας έχουν παιχτεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Θεωρείτε ότι η ενασχόλησή σας με τη νύχτα ήταν λάθος και ίσως σας έβλαψε; - Το αντίθετο, εκτός από το βιοποριστικό κομμάτι, που ήταν και ο λόγος που ξεκίνησα να δουλεύω, πιστεύω πως το θέατρο και η νύχτα με δυνάμωσε σαν άνθρωπο και σαν μουσικό. Η ανάγκη να καταπιαστώ με πολλά διαφορετικά είδη όπως το μιούζικαλ, η επιθεώρηση, το ελαφρό τραγούδι και η ενορχήστρωση για τόσα πολλά διαφορετικά μουσικά σύνολα άνοιξε τους ορίζοντές μου σε πολλά επίπεδα. Θεωρώ τον εαυτό μου αυτοδημιούργητο αλλά, και εν μέρη, αυτοδίδαχτο γιατί, λόγω της δουλειάς, ψάχτηκα και ανακάλυψα μόνος μου πάρα πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους είδη. Από τη δημοτική μουσική μέχρι τη τζαζ και από το ελαφρολαϊκό μέχρι την ατονική μουσική. Ήρθα σε επαφή με όλους τους παραδοσιακούς τρόπους και τους λαϊκούς δρόμους (κλίμακες), συνεργάστηκα με τα μεγαλύτερα ονόματα του θεάτρου και του τραγουδιού και κάποια στιγμή όλη αυτή η εμπειρία μετουσιώθηκε σε γνώση, πράγμα που με βοήθησε με τη σειρά του στη σύνθεση αλλά και στη διδασκαλία. Ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι τα πράγματα είναι πολύ πιο σφαιρικός και η κάθε μελωδία που περνάει από το μυαλό μου εναρμονίζεται, πλέον, με άπειρους συνδυασμούς και αποκτά πολλαπλές δυνατότητες. - Είστε σπουδαίος δάσκαλος με πολλούς μαθητές να έχουν αποφοιτήσει από εσάς. Είχατε, όμως, και πολύ σπουδαίους δασκάλους. Πόση σημασία έχει ένας καλός δάσκαλος και μέχρι ποιο σημείο μπορεί να βοηθήσει το μαθητή; Συμφωνείτε με τη γενικότερη αίσθηση ότι κάποιοι δάσκαλοι δε δίνουν το 100% των γνώσεων και της εμπειρίας τους στους μαθητές τους; - Ο δάσκαλος πρέπει να αναγνωρίσει και να αγαπήσει το όποιο ταλέντο του μαθητή. Ο σωστός δάσκαλος πρέπει να κατευθύνει το μαθητή του ανάλογα με την κλίση και τις δυνατότητές του. Όσο περισσότερο ταλέντο έχει ο μαθητής τόσο περισσότερο πρέπει να προσφέρει ο δάσκαλος. Είναι αλήθεια ότι ορισμένοι δάσκαλοι δε προσφέρουν το 100% στους μαθητές τους. Αυτό συμβαίνει πολύ απλά γιατί είτε τους βλέπουν σαν πελάτες ή στην περίπτωση που είναι χαρισματικοί, φοβούνται την εξέλιξή τους. Ο δάσκαλος πρέπει να πιστεύει και όχι να ζηλεύει το μαθητή. - Αν υπήρχε η δυνατότητα επιλογής για ένα μόνο δρόμο, της «λόγιας» ή της «ελαφριάς» μουσικής, ποιον θα επιλέγατε; - Με ελκύει οτιδήποτε ελεύθερο, χωρίς τονικούς περιορισμούς και φόρμες. Μου αρέσει να πειραματίζομαι πάνω σε ελεύθερα ακούσματα και αυτήν τη δυνατότητα μου τη δίνει μόνο η σύγχρονη μουσική ή αν θέλεις η ατονική μουσική. - Πόση σημασία είχε για εσάς η βράβευσή σας από το ελληνικό κράτος; Πιστεύετε ότι έχουν πολλοί Έλληνες συνθέτες τη δυνατότητα να ακουστεί και να αναγνωριστεί το έργο τους; - Σαφώς και ήταν ικανοποίηση για μένα η βράβευσή μου από το Υπουργείο Πολιτισμού, αλλά μεγαλύτερη σημασία είχε και έχει η αναγνώριση από τους συναδέλφους και τον κόσμο. Αυτό νομίζω, εν τέλει, ότι έχει μεγαλύτερη αξία γιατί βραβεία δίνονται πολλά και αρκετές φορές σε άτομα που δεν το αξίζουν. Όπως ισχύει σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης, τα υψηλόβαθμα στελέχη που κατέχουν τις αρμόδιες θέσεις για να κρίνουν ποιων συνθετών τα έργα θα παιχτούν από τις ορχήστρες και ποιοι θα βραβευτούν, υπακούουν στις εντολές του κρατικού μηχανισμού που τους τοποθέτησε στην καρέκλα τους, αφού, όπως μου αρέσει να λέω χαρακτηριστικά, «υπογείως έχουν εισέλθει από το φεγγίτη». Έτσι τα χέρια τους είναι δεμένα και οι αποφάσεις που μπορούν να πάρουν σπάνια είναι ελεύθερες και εκούσιες, περισσότερο δε, αναλώνονται στις «υποχρεώσεις» τους απέναντι στους «εντολοδόχους» τους. Προσωπικά, παρόλο που είμαι στη σύνταξη, ακόμα αγωνίζομαι για να παιχτούν και να ακουστούν τα έργα μου, αλλά περισσότερες πόρτες μου φαίνεται πως ανοίγουν από το facebook παρά από αυτούς που έχουν τα πόστα. - Όταν ξεκινάτε ένα καινούργιο έργο τι σκέφτεστε; Προτιμάτε να γράφετε κατά παραγγελία ή σας είναι πιο εύκολο όταν επιλέγετε εσείς ο ίδιος το θέμα σας; - Όταν ξεκινάω ένα καινούργιο έργο πάντα αισθάνομαι δέος. Όταν κοιτάω τη λευκή σελίδα μου φαίνεται πολύ δύσκολο πώς θα καταφέρω να φτιάξω την πρώτη φράση, που είναι και ο πυρήνας του έργου. Από τη στιγμή που έχω κατασκευάσει το πρώτο μοτίβο θεωρώ το έργο τελειωμένο. Με την επεξεργασία το ένα θέμα γεννάει το άλλο και το έργο ολοκληρώνεται γρήγορα. Προτιμώ να επιλέγω εγώ το θέμα του έργου μου και να έχω όσο χρόνο χρειάζομαι, παρόλα αυτά, μου αρέσει να γράφω κατά παραγγελία γιατί έτσι δοκιμάζω τον εαυτό μου. Είναι ένα στοίχημα που το κερδίζω γιατί πάντα προσπαθώ και κάνω ότι καλύτερο μπορώ. Στο τέλος μου αρέσουν τα έργα μου και τα θεωρώ παιδιά μου. - Από που αντλείτε τα θέματά σας και πότε θεωρείτε ότι ένα έργο έχει πετύχει το στόχο του; - Κάποιες φορές επηρεάζομαι από την προσωπική μου ζωή και γράφω ανάλογα. Πολλές φορές, όμως, σηκώνομαι μέσα στη νύχτα και σημειώνω ένα θέμα που γυρνάει στο μυαλό μου. Την άλλη μέρα αρχίζω την επεξεργασία. Αν δεν το σημειώσω εκείνη την ώρα το πρωί δε θα το θυμάμαι. Μου αρέσει πάντως να καταπιάνομαι με διάφορα είδη γι᾽αυτό και έχω γράψει για όλα τα είδη μουσικής. Το καθένα απ᾽αυτά απευθύνεται στο συγκεκριμένο κοινό που θα το κατανοήσει και θα το αγαπήσει. Δεν μπορεί ένα αυτί που δεν είναι εξασκημένο να αγαπήσει ένα ατονικό έργο, όπως δεν μπορούν και οι περισσότερο μυημένοι να αποδεχτούν ένα λαϊκό τραγούδι. Εμένα όμως μου αρέσει να γράφω για όλα τα είδη της μουσικής. - Πέρα από όλες τις προηγούμενες ιδιότητες που αναφέραμε πιο πάνω, γνωρίζω πολύ καλά ότι είστε ένας αφοσιωμένος παππούς! Τι θα συμβουλεύατε τα εγγόνια σας για το μέλλον; - Υπομονή, μελέτη και να μην επηρεαστούν από ένα παππού που τον λένε Αρχοντίδη γιατί αυτά μπορεί να καταφέρουν πολλά περισσότερα πράγματα στο χώρο της μουσικής. Πηγή: Artic.gr Ρενέ Νικολάου Μουσική/Συνεντεύξεις Τα μουσικά του θέματα ταξιδεύουν ανεξίτηλα στο χρόνο και μας φέρνουν εικόνες μιας εποχής που είχε δικαίωμα να ονειρεύεται. Το στυλ του χαρακτηρίζεται από ένα καλώς ορισμένο χιούμορ που αγγίζει τα όρια της σάτυρας. Αποφεύγοντας τη συναισθηματική υπερβολή, η αίσθηση του παραλόγου είναι εμφανής.
Ποιος ήταν όμως στην πραγματικότητα ο Νίνο Ρότα; Ο βραβευμένος με όσκαρ ιταλός συνθέτης Νίνο Ρότα, ( Giovanni Rota Rinaldi) γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου του 1911 στο Μιλάνο από γονείς μουσικούς. Κατεξοχήν κινηματογραφικός συνθέτης, μας έχει χαρίσει πολλά από τα ωραιότερα μουσικά θέματα που καθιέρωσαν ένα νέο είδος μουσικής στο κινηματογραφικό στερέωμα, το soundtrack. «Ντόλτσε Βίτα», «Λα Στράντα», «Οκτώμισι», «Νύχτες της Καμπίρια», «Ρόμα», «Σατυρικόν», «Άμαρκορντ», «Ιουλιέτα των Πνευμάτων», «Λευκός Σεΐχης», «Βοκάκιος», «Αθώοι», «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», «Γατόπαρδος», «Πρόβα Ορχήστρας», «Ο Ρόκο και τα Αδέρφια του», «Νονός Ι» και «Νονός ΙΙ», για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Όσκαρ καλύτερης μουσικής από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου το 1975, είναι λίγες μόνο από τις ταινίες για τις οποίες έχει γράψει μουσική. Συνεργάστηκε με τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες του 20ού αιώνα, το Λουκίνο Βισκόντι, τη Λίνα Βερντμίλερ, το Φράνκο Τζεφιρέλι, το Φράνσις Φορντ Κόπολα, το Φράνκο Ρόσι, το Μάουρο Μπολονίνι, το Ακίρα Κουροσάβα, το Λουί Μάλ, το Βιτόριο Ντε Σίκα, το Ρενέ Κλεμάν, ενώ ταυτίστηκε στην κυριολεξία με το στενό του φίλο και συνεργάτη Φεντερίκο Φελίνι με τον οποίο η συνεργασία τους ήταν μακρόχρονη. Πολλοί λένε πως αυτό που έλεγε ο Φελίνι με εικόνες, το περιέγραφε ο Ρότα με τη μουσική. Κάποια φορά μάλιστα ο Ρότα είχε τελείωσε πρώτος τη μουσική για μία ταινία και ο Φελίνι αναγκάστηκε να αλλάξει το σενάριο για να την προσαρμόσει σ’ αυτήν. Δύο άνθρωποι με τελείως διαφορετική οπτική που όμως συμπλήρωναν άριστα ο ένας τον άλλο. Στη διάρκεια της καριέρας του, ο Νίνο Ρότα υπήρξε ένας ιδιαίτερα παραγωγικός συνθέτης, έχοντας γράψει μουσική για περισσότερες από 150 ταινίες. Αυτή, όμως, ήταν μόνο η μία πλευρά του συνθέτη. Ο Νίνο Ρότα υπήρξε ένα παιδί θαύμα όταν μόλις σε ηλικία 11 χρονών διηύθυνε ο ίδιος το Ορατόριό του «Η παιδική ηλικία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή» που παρουσιάστηκε στο Μιλάνο και στο Παρίσι, και σε ηλικία 15 χρονών συνέθεσε την όπερα «Ο πρίγκηπας Πορκαρό». Όπως λέει ο ίδιος είχε την ευτυχία να γεννηθεί σε μουσική οικογένεια που τον βοήθησε στις σπουδές του αλλά ταυτόχρονα του έδωσε άπλετη ελευθερία ως προς τις μουσικές του επιλογές και προτιμήσεις. Στα 20 του πήγε στις Η.Π.Α. όπου υπό την εποπτεία του οικογενειακού τους φίλου και φημισμένου διευθυντή ορχήστρας Aρτούρο Τοσκανίνι σπούδασε με υποτροφία στο Curtis Institute of Philadelphia. Εκεί, διαμόρφωσε καθοριστικά τη μουσική του ταυτότητα, γνωρίζοντας τον Στραβίνσκι, τον Άαρον Κόπλαντ, τη μουσική του Τζορτζ Γκέρσουιν και τον αμερικανικό κινηματογράφο. Όταν επέστρεψε στην Ιταλία παρακολούθησε μαθήματα Λογοτεχνείας στο πανεπιστήμιο του Μιλάνο. Το 1937 ξεκίνησε να διδάσκει μουσική και το 1950 έγινε διευθυντής στο Ωδείο του Μπάρι, όπου έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του και θεωρούσε δεύτερη πατρίδα του. Σαν δάσκαλος ήταν δοτικός και μεγαλόψυχος. Ανάμεσα στους πολυάριθμους μαθητές του συγκαταλέγεται και ο διάσημος μαέστρος Ricardo Mutti. «Σαφήνεια, ειλικρίνεια και ακρίβεια» ήταν το δίδαγμά του. Υποστήριζε πως ένα έργο τέχνης θα έπρεπε πάνω απ’ όλα να είναι κατανοητό. Ό,τι είχε να πει έπρεπε να το λέει ξεκάθαρα και άμεσα. «Εάν ένας ακροατής δεν μπορεί να παρακολουθήσει ένα κομμάτι τότε ο συνθέτης δεν έχει λύσει όλα τα προβλήματα», έλεγε χαρακτηριστικά. Η συνθετική του δραστηριότητα συνεχίστηκε, παράλληλα με τις συνθέσεις για τον κινηματογράφο. Έγραψε τις όπερες Ariodante (Parma 1942), Torquemada (1943), Il cappello di paglia di Firenze (1955), I due timidi (1950), La notte di un neurastenico (1959), Lo scoiattolo in gamba (1959), Aladino e la lampada magica (1968), La visita meravigliosa (1970), and Napoli milionaria (1977). Επίσης, συνέθεσε τα παρακάτω μπαλέτα: La rappresentazione di Adamo ed Eva (1957), La Strada (1965), Aci e Galatea (1971), Le Molière Imaginaire (1976) and Amor di poeta (1978) για τον Maurice Bejart. Πολυπληθή είναι τα χορωδιακά του έργα, τα κοντσέρτα και τα έργα για πιάνο. Ο κόσμος της μουσικής του δεν έχει ιεραρχία. Μικρά και μεγάλα έργα συνυπάρχουν αρμονικά. Η μουσική του διακρίνεται από απλότητα και ευκρίνεια, δείγμα ωριμότητας και ειλικρίνειας. Θεωρούσε πώς ανεξάρτητα από το είδος για το οποίο έγραφε, αυτό θα έπρεπε να είναι ατόφιο και αληθινό. Είτε ήταν ένα έργο κλασικής μουσικής, ένα τζαζ κομμάτι ή ένα εμβατήριο για τσίρκο. Τα θέματά του διεγείρουν τις αισθήσεις, τις μνήμες και τα συναισθήματα. Οι ιδέες του ήταν αστείρευτες και διαδέχονταν η μία την άλλη με μεγάλη ευκολία. Όταν δούλευε ένα καινούργιο έργο ήταν σε κατάσταση έκστασης και ήταν απόλυτα συγκεντρωμένος σε αυτό που είχε στο μυαλό του. Ακόμα και όταν δεν δούλευε, σιγοτραγουδούσε και σφύριζε τα θέματά του και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε κάτι άλλο. Σαν χαρακτήρας, ο Νίνο Ρότα, ήταν μετριοπαθής και αποστασιοποιημένος από τα φώτα της δημοσιότητας. Δεν εμφανιζόταν στις πρεμιέρες και για πολλά χρόνια παρέμεινε αόρατος για το κοινό. Χαρακτηριστικό είναι ένα βίντεο στο οποίο παίζει πιάνο και μπροστά του βρίσκεται ένα λαμπατέρ ώστε να μην φαίνεται το πρόσωπό του. Ο ίδιος θα πει αργότερα ότι προτιμά να μιλάει με το πιάνο παρά να δίνει συνέντευξη. Η σκηνοθέτης και συνεργάτιδά του Λίνα Βερντμίλερ τον χαρακτηρίζει ως: «αφηρημένος και προσφιλής, άγγελος της τελευταίας σειράς». Όμως η λάμψη του στον τομέα της κινηματογραφικής μουσικής επισκίασε τη δουλειά του στην κλασική μουσική η οποία έχανε έδαφος όσο αφορά την αποδοχή των ειδικών. Εφόσον δεν ανήκε στους avant-garde συνθέτες, οι μουσικοκριτικοί ήταν σκληροί μαζί του. Πληγωμένος από τις κακές κριτικές για τα κλασικά έργα του, κατηγορούσε την κινηματογραφική μουσική του. Πάντα προσπαθούσε να αποδείξει ότι δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα δύο είδη. Κάτι που προσπάθησε έντονα να φανεί στις ταινίες που έκανε με τον Λουκίνο Βισκόντι. Στην ταινία «Γατόπαρδος» ο Βισκόντι του ζήτησε να γράψει μία πραγματική συμφωνία και ο Ρότα του πρότεινε μία που είχε γράψει χρόνια πριν. Έτσι, «έντυσε» την ταινία με μία συμφωνία σε στυλ 19ου αιώνα. Στην ταινία «Οκτώμιση» χρησιμοποίησε την τελευταία φράση από ένα κοντσέρτο του για πιάνο. Ο Νίνο Ρότα, που κατάφερε όχι μόνο να αφήσει το στίγμα του ανεξίτηλο τόσο στο χώρο της μουσικής όσο και σ’ αυτόν του σινεμά, αλλά και να συμπληρώσει την συναισθηματική σκηνοθεσία πολλών σπουδαίων ταινιών, έφυγε από τη ζωή στις 10 Απριλίου 1979 και η τελευταία ταινία που επένδυσε με τη μουσική του ήταν η Πρόβα Ορχήστρας του Φελίνι. Ωστόσο, η μουσική του ξαναζωντανεύει κάθε φορά που παίζεται μία σκηνή από εκείνες που επένδυσε τόσο χαρισματικά. «Γλαφυρός, αυθόρμητος, αγγελικός μου φίλος», ήταν τα λόγια με τα οποία τον χαρακτήριζε ο μεγάλος σκηνοθέτης Φεντερίκο Φελίνι. Πηγή: Artic.gr Μουσική-Αφιερώματα Ρενέ Νικολάου. «Δεν υπάρχει ανθρώπινη πράξη που να τελείται χωρίς μουσική» αναφέρει ο θεωρητικός της μουσικής Αριστείδης Κοϊντιλιανός στο Περί Μουσικής έργο του. Αιώνες ιστορίας και πολιτισμού στη διάρκεια των οποίων όλα αλλάζουν, Φυλές έρχονται και παρέρχονται, αυτοκρατορίες δημιουργούνται και μετά εξαφανίζονται, θεωρίες και φιλοσοφίες διαδέχονται η μία την άλλη, ανθρώπινες ζωές κυοφορούν τις επόμενες γενιές πριν κλείσει ο κύκλος τους. Όλα κυλούν ωστόσο πάντοτε υπό τον ήχο της μουσικής. Ένα δώρο των θεών στον άνθρωπο, αιώνια αξία.
Η μπουκαπόρτα του πλοίου κατεβαίνει με θόρυβο και η θέα του κυκλαδίτικου νησιού απλώνεται μπροστά στα μάτια μας. Τα συναισθήματα πολλά, ανυπομονησία, ενθουσιασμός και συνάμα ανακούφιση, καθώς για άλλη μια χρονιά οι καλοκαιρινές διακοπές, μόλις αρχίζουν! Το επιβλητικό μνημείο της Πορτάρας, που στέκει αγέρωχο στο νησάκι δίπλα στο λιμάνι της Νάξου αιώνες τώρα, μας μαγνητίζει και μας καλεί για άλλη μια χρονιά να εξερευνήσουμε και να απολαύσουμε τις ομορφιές του νησιού. Η Νάξος είναι το μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων. O Δίας, ο πατέρας «ανδρών τε Θεών» κατά τους αρχαίους Έλληνες, λέγεται ότι γεννήθηκε στην Κρήτη, στη σπηλιά Ιδαίον Άντρον, αλλά μεγάλωσε στη Νάξο, και έτσι το ψηλότερο βουνό του νησιού πήρε το όνομά του (Ζευς ή, για τους ντόπιους, Ζας, 999 μ.) εκεί υπάρχει επιγραφή σε ακατέργαστο όγκο μαρμάρου στο μονοπάτι που οδηγεί στην κορυφή του βουνού – Ζευς Μηλώσιος – δηλαδή ο προστάτης των προβάτων – επιγραφή που καθορίζει τα όρια του τεμένους του αφιερωμένου στο μεγάλο θεό. Είναι, επίσης,το νησί του Διονύσου και της Αριάδνης, που σύμφωνα με την μυθολογία, στο «νησί του Βάκχου» ή Παλάτια όπως λέγεται το νησάκι που στέκει πάνω του η Πορτάρα και μόλις το 1919 συνδέθηκε με το υπόλοιπο νησί, ο Θησέας εγκατέλειψε την Αριάδνη επιστρέφοντας από την Κρήτη, όπου είχε σκοτώσει τον Μινώταυρο με τη βοήθεια της και από εδώ την απήγαγε ο Διόνυσος με την ακολουθία του και την έκανε σύζυγό του. Το πιο εύφορο νησί των Kυκλάδων, οι κάτοικοί του είναι κατά βάση γεωργοί και κτηνοτρόφοι και κάποιοι από αυτούς ασχολούνται με την εξόρυξη του κατάλευκου μαρμάρου της Νάξου. Η γεωγραφική της θέση την καθιστά ανά τους αιώνες μία κεντρική αρτηρία για την κυκλοφορία αγαθών αλλά και ιδεὠν από τον Ασιατικό χώρο στον Ευρωπαϊκό και το αντίστροφο. Πρώτοι κάτοικοι της Νάξου θεωρούνται οι Θράκες, οι οποίοι έμειναν στο νησί για διακόσια περίπου χρόνια. Τους διαδέχθηκαν οι Κάρες, που ήρθαν από τη Μ. Ασία έχοντας επικεφαλής το βασιλιά Νάξο, που επέβαλε το όνομά του στο νησί. Ωστόσο πέρασαν και άφησαν έντονα τα ίχνη τους πολλές φυλές, ανάμεσά τους Πελασγοί, Δωριείς, Φοίνικες, Αιγύπτιοι, Κρήτες, Αθηναίοι, Σπαρτιάτες, Μακεδόνες, Φράγκοι και Τούρκοι. Πολύπαθη από εσωτερικές αναταραχές, με Λατίνους και Έλληνες άρχοντες, στόχος των πειρατών, υπήρξε έδρα του Δουκάτου του Αιγαίου. Η μακριά περίοδος της Φραγκοκρατίας και τα καταπιεστικά βενετσιάνικα διατάγματα δεν κατάφεραν να αλλοτριώσουν τους κατοίκους της, που ουδέποτε αφομοίωσαν τις ξένες συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα των κατακτητών, ούτε καν συμπεριέλαβαν λέξεις και εκφράσεις στο λεξιλόγιό τους, όπως συχνά συναντάμε σε άλλα νησιά. Στο νησί υπάρχουν πολλές βυζαντινές εκκλησίες. Η κοιλάδα της Τραγαίας ονομάζεται και "μικρός Μυστράς" λόγω των πολλών εκκλησιών που είναι σπαρμένες παντού. Κάποιες από αυτές τις εκκλησίες χτίστηκαν κατά την περίοδο της Εικονομαχίας και φέρουν τοιχογραφίες με «ανεικονικό διάκοσμο», τοιχογραφίες δηλαδή που δεν απεικονίζουν αγίους, αλλά γεωμετρικά σχήματα και φυτά. Τόπος καταγωγής του μεγάλου μας θεατρικού συγγραφέα Ιάκωβου Καμπανέλη, πάνω απ᾽ όλα, η Νάξος είναι το νησί της μουσικής, της ποίησης, των στιχοπλόκων, των χορευτάδων και οργανοπαιχτών, το νησί των λαϊκών πανηγυριών. Να σημειώσουμε ότι στη Νάξο βρέθηκε η Πρωτοκυκλαδική επίκρουστη πλάκα με χορευτική παράσταση, καθώς και στα νερά της βρέθηκαν τα διάσημα αγαλματίδια του «Αυλητή» και του «Αρπιστή της Κέρου». Όπως αναφέρεται και στο βιβλίο «Παιχνίδια και παιχνιδιάτοροι του χορού στη Νάξο» του καθηγητή Σταύρου Σπηλιάκου, η Νάξος ως μικρόκοσμος και υποσύστημα της κυκλαδικής πολιτείας, εμφανίζει όλα εκείνα τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, τα οποία ιστορεί η παράδοσή της εδώ και 8.000 χρόνια. Ο λαϊκός της πολιτισμός, στον οποίο ανήκει και το τρίπτυχο του χορού, της μουσικής και του τραγουδιού δεν αναχαιτίστηκε, δεν διεκόπει ούτε από τους επί 500 χρόνια Φράγκους κατακτητές. Το νησί βαφτισμένο μέσα σ᾽ αυτόν τον ιστορικό, πολιτιστικό πλούτο συνεχίζει μέχρι και σήμερα να δημιουργεί πολιτισμό, αντλώντας δύναμη από την παράδοσή του. Και με αυτό το κομμάτι του χαρακτήρα της Νάξου θα συνεχίσουμε το οδοιπορικό μας. Σύντροφος και καθοδηγητής μας ο παραδοσιακός βιολάτορας, ο Αξιώτης, Ευριπίδης Κουνάδης. Συναντήσαμε τον κ. Ευριπίδη στο μικρό ταβερνάκι στην προβλήτα του λιμανιού. Το μάτι μου έπεσε πάνω στη θήκη του βιολιού ακουμπισμένη δίπλα του. Η φυσιογνωμία του ενέπνεε ηρεμία και αυτάρκεια. Όπως θα μας εξομολογηθεί αργότερα, το βιολί είναι ο σύντροφός του, αφού η γυναίκα του δε ζει πια και τα παιδιά του έχουν μεγαλώσει. Γεννήθηκε το 1930 στο χωριό Κινίδαρος της Νάξου. Μόλις 16 χλμ. από τη χώρα της Νάξου, ο Κινίδαρος είναι ένα χωριό κτισμένο σε μια πετρώδη πλαγιά απένταντι από το βουνό μικρός Ζα, σε υψόμετρο 400μ. που λούζεται από το πρωί ως το βράδυ, χειμώνα-καλοκαίρι στο φως του ήλιου. Τον επισκέπτη που θα ανεβεί στον Κινίδαρο μέσω Μελάνων, θα υποδεχτεί ο φύλακας και προστάτης του χωριού Άγιος Γεώργιος, ενοριακός του ναός. Οι κάτοικοί του, ως επί το πλείστον, ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία και ορισμένοι με την εξόρυξη μαρμάρου. Αυτό το χωριό, των 400 περίπου μόνιμων κατοίκων, όσο μικρό κι αν φαίνεται ήταν και είναι πηγή χαράς. Δικαίως οι ξένοι περαστικοί, γοητευμένοι από τον εύθυμο τρόπο ζωής των κατοίκων του το ονόμασαν «Απίκραντο». Κι αυτό όχι γιατί εκεί βασιλεύει διαρκώς η ευτυχία, αλλά γιατί μία ρίμα, ένα τραγούδι ή ένα μοιρολόι, είναι αρκετά για να σκορπίσουν γρήγορα της πίκρας τα νέφη. Είναι ένας τόπος, που όπως λέει και η παράδοση, «προέρχονται από φυλή οργανοπαιχτών και χορευτών» και οι κάτοικοί του σχεδόν με μανία διατήρησαν την παράδοσή τους στη μουσική και το χορό. Από αυτό το χωριό, άλλωστε, κατάγονται και οι Κονιτόπουλοι, η γνωστή οικογένεια παραδοσιακών μουσικών, που έκανε το άκουσμα της νησιώτικης μουσικής ευρύτερα γνωστό και το έφερε στα μεγάλα αστικά κέντρα. Αν και δεν κατάγονταν από μουσική οικογένεια, από μικρό παιδί, ο Ευριπίδης Κουνάδης, θαύμαζε τους μουσικούς του χωριού του και τους παρατηρούσε προσεχτικά. Δεν κατάφερε όμως να διδαχθεί απ᾽ αυτούς μιας και οι καταξιωμένοι μουσικοί σπάνια έδειχναν στους νεότερους τα μυστικά της τέχνης τους, γιατί όπως ήταν φυσικό, ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος, σε ένα τόπο τόσο μικρό. Εκείνη την εποχή, όπως μας αφηγήται, υπήρχαν πάρα πολλοί οργανοπαίχτες, που απολάμβαναν μεγάλη κοινωνική και οικονομική καταξίωση, αφού ήταν οι πρωταγωνιστές σε κάθε κοινωνική εκδήλωση, σε όλα τα σπουδαία γεγονότα της κοινωνίας τους. Γάμοι, βαπτίσεις, μεγάλες θρησκευτικές γιορτές και εθνικές επετείους. Πόσο μάλλον αν αναλογιστούμε ότι τα χωριά της ορεινής Νάξου Κινίδαρος, Απείρανθος, Κωμιακή, και Κόρωνος υπερτερούσαν σε οργανοπαίχτες, έναντι των πεδινών χωριών, τα λεγόμενα Κατοχώρια, ή Λειβαδοχώρια και της Χώρας, οπότε οι οργανοπαίχτες κάλυπταν τις ανάγκες που προέκυπταν και στα μέρη αυτά. Σε ηλικία 17 χρονών, ο Ευριπίδης Κουνάδης φεύγει για την Αθήνα όπου ξεκινάει μαθήματα βιολιού με τον Κωνσταντινοπολίτη δάσκαλο Θεοφιλίδη. Αυτός, όπως είναι φυσικό, του δίδαξε τους παραδοσιακούς δρόμους και τα ανατολίτικα ταξίμια. Χαρακτηριστικό είναι το χόρδισμα του βιολιού την εποχή εκείνη. Υπήρχαν δύο τρόποι χορδίσματος, ο ένας λεγόταν «αλά Τούρκα» με σαφή επιρροή από τη Μικρασιάτικη μουσική και ο άλλος «αλά Φράγκα» που λέγοντάς το εννοούσαν το Δυτικό τρόπο χορδίσματος. Στο χόρδισμα «αλά Τούρκα» η χορδή Μι του βιολιού χορδιζόταν σε Ρε και έτσι το βιολί έπαιζε με τις χορδές στο Ρε-Λα-Ρε-Σολ έναντι του ευρωπαϊκού χορδίσματος Μι-Λα-Ρε-Σολ που το ονόμαζαν «αλά Φράγκα». Το ταξίμι, στη μουσική λαϊκή ορολογία, είναι ο ελεύθερος αυτοσχεδιασμός του βιολιτζή. Είναι ένα ελεύθερο κομμάτι που δεν έχει ρυθμό. Το χρόνο κρατάει ο λαουτιέρης στο Συρτό και ο χορευτής χορεύει πάνω στο ρυθμό του. Στην πραγματικότητα είναι ένας αυτοσχεδιασμός όπου ο οργανοπαίχτης επιδεικνύει τη δεξιοτεχνία του και χρησιμοποιεί όλη του τη φαντασία. Για κάθε τραγούδι, ο βιολιτζής προσπαθεί να έχει το δικό του ταξίμι όσο δυνατόν πιο μεγάλο σε διάρκεια και πιο γλυκό. Παράλληλα όμως με τη σπουδή στις ανατολίτικες και παραδοσιακές μελωδίες και τρόπους, ο κ. Ευριπίδης διδάχθηκε τα ξενόφερτα είδη, που επικρατούσαν τότε στην αθηναϊκή καλή κοινωνία, βαλς, ταγκό κ.τ.λ. Έμεινε στην Αθήνα για παραπάνω από πενήντα χρόνια. Υπήρχε πολλή δουλειά γιατί λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης των νησιωτών στην Αθήνα τα νησιώτικα στέκια ξεφύτρωναν το ένα μετά το άλλο και η ζήτηση ήταν μεγάλη. Το ίδιο και το μεροκάματο, θυμάται ο Ευριπίδης Κουνάδης, που με αυτή τη δουλειά κατάφερε να αναθρέψει με άνεση την οικογένειά του και να αποκομίσει τα απαραίτητα για τα γεράματά του. Τα καλοκαίρια τα περνούσε πάντα στη Νάξο όπου και εκεί έπαιζε όπου του ζητούσαν. Δεν είχε σταθερό τακίμι ( τακίμι λέγεται το μουσικό σχήμα που αποτελείται από δύο οργανοπαίχτες και στη Νάξο, ως επί το πλήστον, εννοούν το ζευγάρι βιολί-λαούτο), και κάποιες φορές το τακίμι το συνόδευε και ένας τραγουδιστής, διαφορετικά το τραγούδι ήταν δουλειά του λαουτιέρη. Όπως μας εξομολογήθηκε, η επιλογή του βιολιού ως όργανο που θα πορευόταν στη ζωή του δεν ήταν τυχαία. Η υπεροχή του βιολιού έναντι των παλαιότερων αυτοσχέδιων μουσικών οργάνων είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή αντικατάσταση τους και από τον πρωταγωνιστικό ρόλο παραμερίστηκαν σε συνοδευτικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της τσαμπούνας που λόγω της μικρής έκτασης των φθόγγων που μπορεί να καλύψει βρέθηκε σε δεύτερη μοίρα. Την ταξική υπεροχή του βιολιού στην ελληνική λαϊκή αντίληψη υποδεικνύει η παροιμία : «Στου βασιλιά βαρούν βιολιά στου γύφτου νταουλάκια». Έτσι, με το όνομά του, το βιολί χαρακτηρίζει όλη τη νησιώτικη μουσική κομπανία με τον όρο «βιολιά» σε αντιδιαστολή προς αυτή της κεντρικής και νότιας ηπειρωτικής Ελλάδας που χαρακτηρίζεται με τον όρο «κλαρίνα». Η αγάπη του Ευριπίδη Κουνάδη όμως για τα βιολιά δεν έμεινε εκεί. Ο ίδιος είναι και οργανοποιός. Κατασκευάζει ο ίδιος τα βιολιά που παίζει. Όπως μας λέει χαρακτηριστικά, ποτέ δύο όργανα, φτιαγμένα από το ίδιο ακριβώς ξύλο, τα ίδια υλικά και με την ίδια τεχνοτροπία, δεν έχουν τον ίδιο ήχο. Αυτή άλλωστε δεν είναι η μαγεία των μουσικών οργάνων; Το καθένα κρατάει ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Πολλά είναι και τα πανηγύρια που γίνονται στο νησί, τα οποία είναι για τους κατοίκους μια καλή αφορμή για να ξεφύγουν από τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας και να γλεντίσουν. Στους Aγίους Aποστόλους έχουν πανηγύρι στις 29 Iουνίου που διαρκεί τρεις μέρες, στο Kουρουνοχώρι, της Mεταμόρφωσης του Σωτήρα, 6 Aυγούστου, στον Άγιο Θαλέλαιο, 20 Mαΐου, στην Απείρανθο και το Φιλώτι τον Δεκαπενταύγουστο. Σε όλα τα πανηγύρια οργανώνονται υπαίθριοι χοροί με φαγητό και ντόπιους οργανοπαίκτες. Στον Kινίδαρο, το πιο γλεντζέδικο χωριό της Nάξου, γίνονται συχνά πανηγύρια και χοροί. Tα πιο σημαντικά είναι της Aγίας Παρασκευής, 26 Iουλίου, του Aγίου Aρτεμίου, 20 Oκτωβρίου, του Aγίου Nικολάου, 6 Δεκεμβρίου, του Aγίου Γεωργίου, της Aγίας Eιρήνης, 5 Mαΐου. Είναι η μουσική, λοιπόν, αυτή που μέσα από το πρίσμα της τέχνης υποκινεί τις τοπικές κοινωνίες σε κοινή δράση, μία πολιτιστική δράση που έχει ως αποτέλεσμα τη σωτηρία του βίου της κοινότητας ως εθνική παρουσία και ταυτότητα και αυτό στη συνέχεια μετουσιώνεται σε ιστορική πραγματικότητα που την αποκαλούμε παράδοση. Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά ενός καλού βιολάτορα; Όπως μας λέει ο Ευριπίδης Κουνάδης, ο κόσμος εκτιμά τον καλό μουσικό από την ποιότητα του ήχου του. Ο ήχος που βγάζει πρέπει να είναι γλυκός. Επίσης ο καλός μουσικός χαρακτηρίζεται ως χρονικός, δηλαδή πρέπει να μην ξευφεύγει από το ρυθμό έτσι ώστε να μπορεί ο χορευτής να τον ακολουθήσει. Στη συνέχεια μεγάλη σημασία έχει η ικανότητα στον αυτοσχεδιασμό. Όσο πιο περίτεχνος και μεγάλος είναι ο αυτοσχεδιασμός ή βέρσα όπως τον αποκαλούν με το τοπικό ιδίωμα τόσο πιο ικανός και άξιος κρίνεται ο βιολάτορας. Αυτοσχεδιασμός , όμως, δεν σημαίνει αυθαιρεσία και ανεξέλεγκτη φαντασία, αλλά αναδημιουργία με βάση ολοκληρωμένα πρότυπα. Ο οργανοπαίχτης καλείται, ξεκινώντας πάντα από ένα αναγνωρίσιμο μοτίβο, π.χ. πεντοζάλι, τσάμικο κ.α., να αναδημιουργήσει ένα ολόκληρο σκοπό επιστρατεύοντας όλη τη δύναμη της έμπνευσής του και η αποδοχή του κόσμου είναι αυτή που κρίνει την προσπάθεια του μουσικού. Μέσα από αυτή τη σοφή διαδικασία του αυτοσχεδιασμού εξασφαλίζεται η αργή αλλά ακατάπαυστη ανανέωση της παράδοσης. Όπως αναφέρει ο Ιγκόρ Στραβίνσκι, «η παράδοση είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τη συνήθεια, ακόμη κι από μια εξαιρετική συνήθεια, γιατί η συνήθεια είναι εξ ορισμού ένα ασυνείδητο απόκτημα και τείνει να γίνεται μηχανική, ενώ η πραγματική παράδοση δεν έχει σχέση με τα λείψανα ενός παρελθόντος που παρήλθε ανεπίστρεπτα. Είναι μια ζωντανή δύναμη που εμψυχώνει και διαπλάθει το παρόν.» Θα κλείσω αυτό το σύντομο οδοιπορικό στο μακρύ δρόμο της λαϊκής-παραδοσιακής μουσικής στη Νάξο με ένα απόσπασμα από την «Ανατομία της Μουσικής» του Μίκη Θεοδωράκη όπου αναφέρεται στα λαϊκά πανηγύρια. «Η μουσική είναι βασικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Αυτή η γενετική ιδιότητα της μουσικής, στη συνέχεια μορφοποιείται και εξελίσσεται μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον. Έτσι η μουσική από βιολογικό γίνεται κοινωνικό φαινόμενο. Ο κάθε άνθρωπος προσφέρει και συμμετέχει στο κοινωνικό μουσικό γίγνεσθαι που προοδευτικά οικοδομεί τους δικούς του εκφραστικούς κανόνες με τους οποίους πλάθει, εξελίσσει και μεταπλάθει το δικό του μουσικό υλικό. Έτσι μπορούμε να πούμε, ότι η μουσική δεν εμφανίζεται ούτε για μια στιγμή σαν αυτοσκοπός, αλλά αντίθετα επιτελεί μια καθαρά λαϊκή λειτουργία, είναι δεμένη άρρηκτα με τον καθένα και όλους. Γίνεται η έκφραση του κοινωνικού συνόλου σε κάθε ιστορική περίοδο. Σφραγίζει το λαό σε κάθε εποχή.» Και συνεχίζει λίγο παρακάτω, «Αν πάρουμε για παράδειγμα το κλασικό ελληνικό χωριό, θα δούμε ότι όλα σχεδόν γυρίζουν γύρω από το πανηγύρι. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς, ότι οι διάφορες γιορτές των αγίων αποτελούν πρόσχημα για να μαζεύεται το χωριό στην πλατεία. Και ακόμα για να πηγαίνουν τα χωριά, εκ περιτροπής, κάθε φορά, και σε ένα χωριό. Εκεί θα βάλουν τα καλά τους, εκεί θα λάμψει το λαϊκό κέντημα, εκεί οι χορευταράδες θα δείξουν την τέχνη τους, θα λανσάρουν τις καινούργιες χορευτικές φιγούρες και τσαλίμια, εκεί οι μουσικάντηδες θα ξεδιπλώσουν την τέχνη τους, ο λυράρης, ο βιολιστής, ο κλαριντζής, και προπαντός ο τραγουδιστής που αν λάχει και είναι και τραγουδοποιός, θα λανσάρει το καινούργιο του τραγούδι που θα ταξιδέψει από πανηγύρι σε πανηγύρι, και αν είναι καλό θα ταξιδέψει από χρόνο σε χρόνο και από αιώνα σε αιώνα……» Βιβλιογραφία: «Παιχνίδια και Παιχνιδιάτοροι του χορού στη Νάξο», Σταύρος Χαρ. Σπηλιάκος, Εκδόσεις Α. Αναγνώστου 2003. Αθηνά Τουμπακάρη, « Ναξιακά», τεύχος 29, 1991. Μίκης Θεοδωράκης, «Ανατομία της Μουσικής», Σύγχρονη εποχή, Αθήνα 1983 tovima.gr, Θερμού Μαρία,«Μύηση στον κόσμο των μουσών» zervonikolakis.lastros.net agiotatos.gr el.wikipedia.org Πηγή: Artic.gr Μουσική-Αφιερώματα Ρενέ Νικολάου. Author Creativity is allowing yourself to make mistakes. Archives
February 2019
Categories |
Proudly powered by Weebly